Τρίτη

σου γράφω ωσότου σε πετύχω

ηχούν οι λέξεις σου μέσα μου και συναντούν αντίλαλο στις πράξεις μου
ηχούν και δε δύναμαι και δε θέλω να βρω σιγή
κάθε που μου ρχεται η έμπνευση
και λίγο διακατέχομαι από μια θλίψη άγνωστης φύσης
κάθε που ακούω άνεμο έξω βαρύ και ορμητικό και νιώθω εγκλωβισμένη
και μαυρίζω κάπως λίγο
κάθε τότε θέλω πιο πολύ να σου μιλήσω και να αφεθώ σε ευαισθησίες ακατονόμαστες
και εξορισμένες από πάνω μου
βέβαια τέτοια πράγματα μόνον ερήμην σου τολμώ να ομολογήσω
και δεν το μετανιώνω
ή τουλάχιστον δεν το μετανιώνω εντελώς
γιατί η δύναμη που αντλώ από το φαίνεσθαι που έχω δημιουργήσει δεν συγκρίνεται με τίποτα
άλλες φορές πάλι με μισώ
γιατί εν τη γενέσει έπρεπε να χα σκοτώσει τέτοιες αδυναμίες
που με κάνουν να ακούω ξένο όνομα και να γυρνάω σα να ταν το δικό μου
που με κάνουν να μην πιστεύω στα χρώματα
είναι οι φορές που νοσταλγία υπερνικά και τρυπώνει και η θύμηση που σέρνει μαζί της φαντάζει αβάσταχτη και με γρατζουνάει απανωτά και πάντα αφήνει ένα γρέζι στο λαιμό μου
το ίδιο γρέζι είναι το εμπόδιο που δεν μ'αφήνει να σου μιλήσω
και αφού με χει πια τσακίσει ολοκληρωτικά το ίδιο μου γεννάει την απορία :
πως είναι όταν κάνεις κάποιον να μην πιστεύει σε χρώματα;

έτσι και γω το δοκίμασα σε άλλους,ώστε αν είναι όντως ωραίο να χεις κάποια ελαφρυντικέ
και δυστυχώς,είναι σχεδόν ηδονικό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου