Δευτέρα

Η Ιουλιέττα.

-Έφτασα στην είσοδο όπου με περίμενε εκείνη η κοπέλα.Κοίταξε δεξιά,κοίταξε αριστερά,μήπως με είχε ακολουθήσει κανείς και μου είπε με ήπια φωνή όπου πάει, εγώ να έπομαι πίσω της.
Περάσαμε το κατώφλι και μπόρεσα να νιώσω την αρνητική αύρα του χώρου να στήνει χορό για τον θάνατο της συνείδησής μου.
Χαιρέτησε δυο-τρία ακόμα χαμένα κορμιά και με πήγε σε μια στενή σκάλα που οδηγούσε στο υπόγειο."Εκεί θα τον βρεις,η πρώτη πόρτα που θα δεις.Χτύπα την και περίμενε να σε καλέσει μέσα."
Η σκάλα μου έμοιαζε πως οδηγούσε στην κόλαση,δηλαδή θα στοιχημάτιζα πως αν υπήρχε κόλαση ,κάπως έτσι θα ταν.
-Και όταν κατέβηκες σε αυτήν την ..προσομοίωση της κόλασης, ποιους είδες εκεί;
-Όχι κάποιον σημαντικό,μην φανταστείς...
Χτυπήσα δυο ,ίσως και τρεις φορές την πράσινη πόρτα,περίμενα 5-6 λεπτά
μέχρι να ακούσω μια φωνή βραχνή,βουτηγμένη στην κάπνα και στην κακή ποιότητα ζωής να μου λέει "ελα".
Είναι αστείο πόσα μπορείς να καταλάβεις καμιά φορά από τη φωνή ενός ανθρώπου.
Τον τύπο καν δεν τον είχα δει ,αγνοούσα την υπόσταση του ως άνθρωπο αυτού του κόσμου παντελώς.Και όμως,μάντευα την εικόνα του: ένας κακοτράχηλος πορνόγερος με το τσιγάρο στο χέρι,με δέρμα πιο κομματιασμένο και από εκείνη την πορσελάνη της γιαγιάς που όλοι σπάσαμε μικροί,δόντια κίτρινα και πουκάμισο μισάνοιχτο σε βε.
Άνοιξα την πόρτα,πόσο έξω δεν είχα πέσει.
Με υποδέχτηκε με ένα Marlboro νομίζω ήτανε,αν δεν κάνω λάθος,στο αριστερό χέρι
ενώ μου έγνεψε με το πιο σαπισμένο χαμόγελο να κάτσω στην καρέκλα που βρίσκοταν μπροστά απο το γραφείο του.
Το δωμάτιο ήταν υπόγειο,κατεστραμένος χώρος
Θύμιζε κελί και μοίριζε φάρμακα και σκόνη,οι τοίχοι μισοβαμένοι πορφυροί ισα-ισα μέχρι  μισό μέτρο κάτω απο το ταβάνι και απο έπιπλα το γραφείο του,η καρέκλα του,η καρέκλα μου και ένας διαλυμένος καλόγερος δίπλα απο την πόρτα.
Πάνω στο γραφείο του ο zippo του,ένα ποτήρι νερό και τα τσιγάρα του,τίποτα άλλο.
Για λίγα λεπτά δεν μιλούσα,επεξεργαζόμουν τον χώρο,μιλούσε εκείνος μόνο,μου εξηγούσε γιατί άργησε να μου πει να περάσω,έβριζε την γυναίκα του που τον είχε πάρει τηλέφωνο
το γιατί δεν το θυμάμαι,είχα προσηλωθεί στο να προσέξω τον χώρο,να αφουγκραστώ την παρακμή του,να συμβιβαστώ με την ιδέα πως θα δουλεύω για έναν τέτοιο άνθρωπο.
Μου έκανε εντύπωση βέβαια που είχε γυναίκα,πως γίνεται,πως είναι εφικτό ένας άνθρωπος σαν αυτόν να έχει γυναίκα.
-"Και με τι ασχολειόσουν εσύ είπαμε;" μου είπε κάπως ειρωνικά
-"Ψυχολογία έχω τελειώσει,δεν το ακολούθησα ποτέ."
-"Α,μάλιστα,ώστε ψυχολόγα
Ξέρεις,εμείς έχουμε ένα κοινό,εσύ διαχειρίζεσαι ψυχές και γω τις ξεπουλάω,καλά θα τα πάμε."
-"Ναι" είπα με μια άτονη φωνή,ενώ ένιωθα σαν να τραβάω τη ψυχή μου από μέσα μου με μανία να την ξεριζώσω,να του την πεταξω στα μουτρα με δύναμη να χει να παίζει.Δεν θα ταν και τόσο τρομερό όμως,ούτως ή άλλως δεν την χρειάζομαι πια.
μου έδωσε ένα χαρτάκι με το μέρος που θα ξεκινούσα
το παιχνίδι όμως είχε ξεκινήσει ήδη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου