Πέμπτη

protect me from what I want

_μικρο απόσπασμα από ιστορία που γράφω _

... Πήρε το κερί στα χέρια της και φώτισε λίγο προς το παλιό της δωμάτιο ...

η φλόγα του δεν έφτανε για να επεκταθεί πολύ και να την αφήσει να δει όλες τις λεπτομέρειες στην σκισμένη ταπετσαρία του τοίχου που την περίμενε 50 χρονιά τώρα
βγήκε έξω από το δωμάτιο
όλα σκονισμένα γύρω της με μια ατμόσφαιρα αρκετά
αποπνικτική
προχώρησε με αργά και σταθερά βήματα προς την ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στις παλιές κρεβατοκάμαρες των γονιών της
κρατήθηκε λιγάκι από κει και άφησε την μνήμη της να λειτουργήσει ως συνείδηση ενώ σιγοτραγουδούσε τραγούδια που θυμόταν από τότε,τραγούδια 50 ετών και χαμογέλασε
 
τα πράγματα αλλάζουν
τα πράγματα έχουν ζωή 

ζωή που τους
προσφέρουμε με την σημασία που τους δίνουμε
ζωή που τους την παίρνουμε πίσω όταν τα σβήνουμε από το μυαλό μας
 
γερνάνε μαζί μας

είναι φαντάσματα και μας στοιχειώνουν
και πόσο άψυχα μπορεί να ναι
και πόσο ψυχή μπορούν να σου δώσουν
και έχουν διαφορές τα πράγματα από χέρι σε χέρι
διαφορές που τους δίνουν άλλου είδους αξία
διαφορές που σε φυλακίζουν

πολλά μπορούν,να ξυπνήσουν αναμνήσεις θαμμένες μέσα στον χρόνο
 
πολλά μπορούν 

πολλά μπορούν ακόμα και μέσα στο σκοτάδι

όλες οι κινήσεις της μέσα στο σπίτι ήταν μηχανικές,λες και δεν είχαν κυλήσει καθόλου οι καιροί από τότε που έμενε εκεί,ήταν σαν ο χρόνος σε εκείνες τις στιγμές να χε παγώσει
γύρισε λίγο το βλέμμα προς την παλιά βιβλιοθήκη η οποία ήταν μισοσκεπασμένη με ένα σεντόνι
φώτισε με το κερί προς το μέρος της και την ξεσκέπασε εντελώς με μια απότομη κίνηση αφήνοντας ένα συννεφο σκόνης να σηκωθεί
όλα στην θέση τους όπως τα θυμόταν
 
δεξιά οι τόμοι του πατέρα της

στη μέση τα μυθιστορήματα και οι ποιητικές συλλογές

και αριστερά..και αριστερά τα παιδικά της παραμύθια που της διάβαζε η γιαγιά της αντί για καληνύχτα
διάλεξε το πρώτο από όλα,το αγαπημένο της παραμύθι αυτό που της έφερνε πιο πολύ την εικόνα της γιαγιάς της,το έβγαλε προσεχτικά και μαλακά από την βιβλιοθήκη και το άνοιξε
 
τώρα μπορούσε να το διαβάσει μονή της

ξαποστασε για λίγο,ακούμπησε προσεχτικά το φαναράκι με το κερί  πάνω στο τραπεζάκι διπλά στην βιβλιοθήκη και άρχισε να διαβάζει δυνατά το βιβλίο σαν να το αφηγούνταν στο σπίτι
είχε την ίδια ζεστασιά στην φωνή που είχε και η γιαγιά της σε κάθε παραμύθι που της έλεγε


κοιτούσε
ελάχιστα τι έγραφε το βιβλίο,θυμόταν τα πάντα απ'εξω

στο τέλος μαζί με την λέξη που έκλεινε το παραμύθι πρόσθεσε ένα αντίο ενώ άρπαξε το φαναράκι από το τραπεζι και το πέταξε με δύναμη πάνω στην ξύλινη σκάλα η οποία δεν άργησε να τυλιχτεί σε φλόγες

οι γονείς της,η γιαγιά της στο σπίτι είχαν πεθάνει
τα πράγματα δεν είχανε ζωή πια,γιατί αυτοί που τους έδιναν ζωή είχαν φύγει

θα ταν άδικο σκέφτηκε να συνεχίσουν να υπάρχουν χωρίς ψυχή

βημάτισε προς το δωμάτιο της κρατώντας αγκαλιά το βιβλίο,και κατευθύνθηκε προς το παλιό της κρεβάτι
το ξεσκέπασε και αυτό από το σεντόνι που το κάλυπτε και ξάπλωσε
έκλεισε τα μάτια και χαμογέλασε περιμένοντας το φως που ανέδιδε το σπίτι της να την αγκαλιάσει και κείνη

  σκέφτηκε θα ταν και για κεινη άδικο να συνεχίσεινα υπάρχει χωρίς ψυχή

είχε ήδη ακούσει το παραμύθι της
ήταν έτοιμη για τον τελευταίο της ύπνο
 
κοιμήθηκε
 
μετά από λίγο την συνάντησε το πύρινο όνειρό της

καληνύχτα της είπε και συνέχισε

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου