Δευτέρα

Νέμο

Ω μικρό μου, γιατί

γιατί βγαίνω έξω και ψάχνω ακόμα τρόπους να σε έσωζα, οχτώ ώρες μετά αφού έπεσες μικρό μου
και γιατί αφήνω την μπαλκονόπορτα ανοιχτή για να επιστρέψεις;
Που είσαι και που χάθηκες και πως αποφάσισες ότι ήταν αδικία εκ μέρους της φύσης που δεν σου δώρισε φτερά; Τώρα πια και γω πιστεύω ότι ήταν λάθος που σου στέρησε ένα τέτοιο στολίδι, τόσο θα σου ταίριαζε μικρό μου μιας που όρια δεν γνώριζες ούτε σύνορα, ούτε κάγκελα, ούτε πόρτες, ούτε προστασία και υπερ-προστασία  παρά είχες μόνο αγάπη και περιέργεια αλόγιστη και ακόρεστη. Περιέργεια μικρό μου, που τόσο ζηλευτή θα ήταν ακόμα και από ανθρώπους. Ανθρώπους που προσπαθούν να φωνάξουν πως είναι ελεύθερα πνεύματα αλλά φωνή δεν τους βγαίνει. Πως να τους βγει άλλωστε; Πως και γιατί και με τι ερέθισμα ; Η φωνή θέλει ψυχή . Όμως εσύ είχες φωνή μικρό μου. Πιο ηχηρή από ανθρώπου, πιο αληθινή από όρκο, πιο πιστή από ενοχή. Οι εικόνες είναι χαραγμένες ακόμα κάτω από το δέρμα μου μικρό μου. Εσύ στην άσφαλτο και γω να βρίσκομαι ξαφνικά και να βουλιάζω στο κέντρο της γης και μια άλλη ψυχή να σπαράζει βουβά και εσύ να έχεις απομακρυνθεί ενώ είσαι εδώ. Να κρατάω το σώμα σου και να είναι άδειο και βαρύ. Μία στιγμή μπορεί να σημαδέψει χρόνια ολόκληρα περασμένα, πόσο πρέπει να μεγαλώσει κάποιος για να το συνειδητοποιήσει αυτό ;
Εγω κρυφά όμως μικρό μου θα περιμένω μικρό μου, να ζήσεις μαζί μου και άλλα, έστω μέσα από μένα και αν ήσουν άνθρωπος θα το έκλεινα με ένα σ'αγαπάω και να προσέχεις μα δεν είναι δράμα, είναι φόρος τιμής μικρό μου και επειδή είσαι πιο αγνό και ατόφιο πλάσμα, θα σου πω πως αν πόνεσες λίγο θα σκοτώσω τον πόνο και αν πόνεσα πολύ δεν θα σε ξεχάσω ποτέ.

Όνειρα γλυκά μικρό μου, θα ζεις μέσα μου μικρό μου.

Σάββατο

" Μονο οι περιπατητικές σκέψεις έχουν αξία"

σκεπτόμενη τη μοίρα μιας γενιάς αποδιοπομπαίας
εμάς,να εδώ
και συλλογιζόμενη πως η γονική συναίνεση ζητήθηκε κατά εξακολούθηση
για την επίτευξη ονείρων και λοιπών στόχων άπιαστων
και απάντηση δεν λάβαμε ποτέ
διαπίστωσα μετά μεγάλης μου λύπης πως η δυσπιστία που μας διακρίνει
δεν είναι απρόκλητη
και είναι από τις λίγες φορές που προτιμότερο θα ταν να φανούμε άδικοι
και δύσπιστοι χωρίς κανένα προφανή λόγο
παρά να έχουμε τέτοια ποικιλία λαβών για αμφισβήτηση
πόσο το κάτι σταθερό μας έχει λείψει
και πως η απελπισία ονομάστηκε συνήθεια
μάθαμε να κοιτάμε επιδερμικά και χάσαμε την ουσία
γιατί να υπομένομε φτιαχτές πραγματικότητες,
να περιμένουμε μέσα στην παράνοια και να χρονοτριβούμε σκοπίμως;
γιατί δεν είχαμε το θάρρος να διεκδικήσουμε
έναν χάρτη να βρούμε μέρη στο κόσμο να κρυφτούμε
και μια γονική συναίνεση που ζητήθηκε κατά εξακολούθηση
και απάντηση δεν λάβαμε ποτέ




Δευτέρα



In the last quarter of the twentieth century much of the world sat on the edge of an increasingly expensive theater seat waiting for something momentous to occur.
Christian aficionados of the Second Coming scenario were convinced that, after two thousand years, the other shoe was about to drop. And five of the era’s best-known psychics predicted that Atlantis would soon reemerge from the depths.
To this last, Princess Leigh-Cheri responded, “There are three lost continents…we are one: the lovers.”
In whatever esteem on might hold Princess Leigh-Cheri’s thoughts, one must agree that the last quarter of the twentieth century was a severe period for lovers. It was a time when romantic relationships took on the character of ice in spring, stranding many little children on jagged and inhospitable floes.
Nobody quite knew what to make of the moon anymore.
Consider a certain night in August. The moon was so bloated it was about to tip over. For more than an hour, Leigh-Cheri stared into the sky. “Does the moon have a purpose?” She inquired. The same query put to the Remington SL3 elicited this response:
Albert Camus wrote that the only serious question is whether to kill yourself or not. Tom Robbins wrote that the only serious question is whether time has a beginning and an end. Camus clearly got up on the wrong side of bed, and Robbins must have forgotten to set the alarm.
There is only one serious question. And that is: Who knows how to make love stay? Answer me that and I will tell you whether or not to kill yourself. Answer me that and I will ease your mind about the beginning and end of time, Answer me that and I will reveal to you the purpose of the moon.

Κυριακή

Prince of a thousand enemies.


Black Rabbit of Inlé,Watership Down.


δε μου θυμίζουμε πολλά
εμείς που στεκόμασταν και κοιτάζαμε αποσβολωμένοι ένα χαμό απείρου κάλλους
και υμνούσαμε εκείνους τους φύλακες της γνώσης που στο όνομα της διάδοσής της
περνούσαν μέσα από φωτιές
και η σάρκα τους έλιωνε και οι σκιές τους διαλύονταν
όχι σαν τους άλλους,τους δειλούς,που τρέμαν μπρός στο ενδεχόμενο μερικής φθοράς τους,
που όχι να περάσουν μέσα από φωτιές ,αλλά ούτε ημιασφαλή μονοπάτια δέχονταν να διασχίσουν μην τυχόν και ξεβολευτόουν από θέσεις θεωρητικές που χτίζανε ψηλά, να αγναντεύουν
γιατί από κείνους ,μόνο το σώμα μπορούσε να ανυψωθεί
μιας και το πνεύμα το χαν καρφώσει στο έδαφος και ξεψυχούσε αργά και επώδυνα
και δε μου θυμίζουμε πολλά κυρίως γιατί τέτοια φαινόμενα εμείς τα καταριόμασταν 
και ευχόμασταν να μη τύχει σε κανέναν τέτοια τύφλωση
και προστατεύαμαι τους φίλους μας
και δε θέλαμε ούτε για εχθρό τέτοια πνευματική στασιμότητα.
Οι εχθροί, άλλωστε, πρέπει να ναι πάντα αντάξιοί σου.
Το χάος μας άρεσε από την άλλη , μας αφύπνιζε μια περιέργεια τρομερή 
και κατά μιαν έννοια το αγαπούσαμε και το αναζητούσαμε
γιατί  όλα  ξεκινάνε από  χάος και σε χάος  τελειώνουν
και βασικά,δεν μου θυμίζουμε πολλά γιατί τότε το χάος το ερευνούσαμε αποστασιοποιημένοι.
Τώρα το ζούμε μα δεν το βλέπουμε
και αντί να θέτουμε καινούρια ερωτήματα ,να αναζητήσουμε απαντήσεις,
σκαρφαλώνουμε ψηλά για να αγναντεύουμε
και την πνευματική στασιμότητα που τότε είχαμε ως μέγιστο πλήγμα
τώρα υιοθετούμε με μεγάλη προθυμία.
Γιατί σκόπιμα μας κάναν να αγνοούμε πως στους πρώτους,στους φύλακες της γνώσης ,μπορεί η σάρκα τους να έλιωσε στη φωτιά, αλλά όπου έπεσε φύτρωσαν λουλούδια,
ενώ οι δεύτεροι που έμειναν αδρανείς προκειμένου να παρατείνουν τη ζωή τους, φαγώθηκαν από σκουλήκια.
Και μεις αυτό το χουμε ξεχάσει ,και αυτή η λήθη καθρεφτίζεται άψογα στις σκέψεις μας,
και ωσότου να μας βρει εκείνο και οι συνέπειες που θα σέρνει μαζί του να μας το επαναφέρουν στη μνήμη με άσχημο και βίαιο πιθανά τρόπο
εμένα πολλά δε θα μου θυμίζουμε.

Τρίτη

σου γράφω ωσότου σε πετύχω

ηχούν οι λέξεις σου μέσα μου και συναντούν αντίλαλο στις πράξεις μου
ηχούν και δε δύναμαι και δε θέλω να βρω σιγή
κάθε που μου ρχεται η έμπνευση
και λίγο διακατέχομαι από μια θλίψη άγνωστης φύσης
κάθε που ακούω άνεμο έξω βαρύ και ορμητικό και νιώθω εγκλωβισμένη
και μαυρίζω κάπως λίγο
κάθε τότε θέλω πιο πολύ να σου μιλήσω και να αφεθώ σε ευαισθησίες ακατονόμαστες
και εξορισμένες από πάνω μου
βέβαια τέτοια πράγματα μόνον ερήμην σου τολμώ να ομολογήσω
και δεν το μετανιώνω
ή τουλάχιστον δεν το μετανιώνω εντελώς
γιατί η δύναμη που αντλώ από το φαίνεσθαι που έχω δημιουργήσει δεν συγκρίνεται με τίποτα
άλλες φορές πάλι με μισώ
γιατί εν τη γενέσει έπρεπε να χα σκοτώσει τέτοιες αδυναμίες
που με κάνουν να ακούω ξένο όνομα και να γυρνάω σα να ταν το δικό μου
που με κάνουν να μην πιστεύω στα χρώματα
είναι οι φορές που νοσταλγία υπερνικά και τρυπώνει και η θύμηση που σέρνει μαζί της φαντάζει αβάσταχτη και με γρατζουνάει απανωτά και πάντα αφήνει ένα γρέζι στο λαιμό μου
το ίδιο γρέζι είναι το εμπόδιο που δεν μ'αφήνει να σου μιλήσω
και αφού με χει πια τσακίσει ολοκληρωτικά το ίδιο μου γεννάει την απορία :
πως είναι όταν κάνεις κάποιον να μην πιστεύει σε χρώματα;

έτσι και γω το δοκίμασα σε άλλους,ώστε αν είναι όντως ωραίο να χεις κάποια ελαφρυντικέ
και δυστυχώς,είναι σχεδόν ηδονικό.

Παρασκευή

― Jack Kerouac, On the Road

“And for just a moment I had reached the point of ecstasy that I always wanted to reach, which was the complete step across chronological time into timeless shadows, and wonderment in the bleakness of the mortal realm, and the sensation of death kicking at my heels to move on, with a phantom dogging its own heels, and myself hurrying to a plank where all the angels dove off and flew into the holy void of uncreated emptiness, the potent and inconceivable radiancies shining in bright Mind Essence, innumerable lotuslands falling open in the magic mothswarm of heaven. I could hear an indescribable seething roar which wasn't in my ear but everywhere and had nothing to do with sounds. I realized that I had died and been reborn numberless times but just didn't remember especially because the transitions from life to death and back to life are so ghostly easy, a magical action for naught, like falling asleep and waking up again a million times, the utter casualness and deep ignorance of it. I realized it was only because of the stability of the intrinsic Mind that these ripples of birth and death took place, like the action of the wind on a sheet of pure, serene, mirror-like water. I felt sweet, swinging bliss, like a big shot of heroin in the mainline vein; like a gulp of wine late in the afternoon and it makes you shudder; my feet tingled. I thought I was going to die the very next moment. But I didn't die...”

Τετάρτη

Ιουλιέτα

......
-Αυτό το φως θυμάμαι και μια φωνή από πάνω μου,"αναπνέει;".
Αν θες να βοηθήσεις ξερίζωσε το φως καλύτερα από μέσα μου ,με βαραίνει
και σίγασε όλες τις φωνές που ασελγούν στην όμορφη ησυχία μου
"Σήκω φύγε,κάτσε που πας",
ταγκό είναι αυτό μέσα στο κεφάλι μου όταν ξαπλώνω,τριάντα δυο λεπτά και κάτι δευτερόλεπτα πριν κοιμηθώ,κάθε βραδύ;
Πιο πολύ η τέχνη του να απενοχοποιείς σφάλματα ονομάζοντας τα τέχνη.
Βασανιστήριο είναι ,το πως εγώ το προκαλώ και ζητάω από καλοπροαίρετα χημικά και ανθρώπους ανίκανους να το χαλιναγωγήσουν,πέντε σταγόνες και εφτά λόγια
Όχι ,δεν θέλω βοήθεια από τίποτα,σε τίποτα δεν πρέπει να στηρίζεσαι,μονός σου για πάντα παίζεις και  χαίρομαι που υπάρχει πολυφωνία στο κεφάλι μου από όλους τους δαίμονες που συλλέγω,δεν θα με βαρεθώ ποτέ.
Και καταριέμαι επιλεκτικά κάποια συναισθήματα, τα αποτινάζω από πάνω μου και στη θέση τους υιοθετώ μια κόρη,την απάθεια και την ονομάζω εκδίκηση.
Άλλες επιλογές στον τρόπο που θα σωθώ δεν μου δίνω και δεν με νοιάζει,γιατί δεν έχουν μείνει πόρτες αγνές για να διαφύγω και να τρέξω,και να υπήρχαν θα με έδενα με αλυσίδες να μου στερήσω τις επιλογές.Η δοκιμή είναι το δώρο που θα μου κάνω για φέτος, συν την ικανότητα να ονομάζω δοκιμή την ανικανότητα μου να επινοήσω κάποια αυτοβοήθεια,αντι για τρόπους να μου μολύνει το αίμα ολοκληρωτικά η μοιρολατρία που μου φύτεψαν ώστε στον ελεύθερο μου χρόνο να χτίζω ποιητικές κατάρες για θεούς ανύπαρκτους.
Αλλά κάποια στιγμή θα έχω δικό μου πλανήτη να εξοριστώ και δεν θα χει ούτε φως ούτε φωνές,ούτε πόρτες
ούτε καλοπροαίρετα χημικά και ανθρώπους ανίκανους
μόνο όμορφη ησυχία και γνώριμο χάος
και το πάντα και το ποτέ θα τα ορίζω μόνη μου.