Τετάρτη

Μεταφρασμένες σκιές

Ένα μικρο απόσπασμα απο μια ιστορία που γράφω




Άφησε να ακουστεί το ανατριχιαστικό τρίξιμο καθώς περπατούσε στο παλιό ξύλινο πάτωμα.

  Όσες φορές και αν είχε πατήσει πάνω σε εκείνο το πάτωμα ποτέ δεν προκαλούσε τον παραμικρό θόρυβο,μια ζωή βημάτιζε ανάλαφρα και μαλακά,σαν σκιά,χωρίς να βιάζεται ή να καθυστερεί,μόνο που σήμερα  η μέρα ήταν  διαφορετική,σήμερα εμοιαζε να κουβαλούσε  ένα βάρος τόσο μεγάλο,τόσο αβάστακτο,άξιο αρκετά για να την καθηλώσει.Έσυρε την καρεκλά πρόχειρα σαν να μην είχε την δύναμη να την τραβήξει,μια ζωή την ανασήκωνε ήρεμα,προσεκτικά,με συγχρονισμένες κινήσεις σαν να ήταν το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο.Κάθισε με μια κούραση ανόμοια με οποιαδήποτε  και κατάπιε όπως όπως έναν αναστεναγμό.Ποτέ της δεν αναστέναζε,μια ζωή ολα τα αντιμετώπιζε με ένα ζεστό χαμόγελο.Έλυσε τα μαλλιά της,έβγαλε τα δακτυλίδια της και τα πέταξε στο πάτωμα σαν να την φυλάκιζαν καιρό τώρα.Μια ζωή πρόσεχε τα πράγματα της  και κυρίως αυτά τα δακτυλίδια,ήτανε λέει ιερά για κείνη.Έκλεισε για λίγο τα μάτια της σαν να ήθελε να αποκοπεί απο την πραγματικότητα και αμέσως αναγράφηκε μια αγαλλίαση στο κουρασμένο πρόσωπό της.Τα άνοιξε απαλά και έπιασε τον εαυτό της να δακρύζει.Ποτέ της δεν δάκρυζε,μόνο απο χαρά.Έστρεψε το βλέμμα της προς την φωτογραφία πάνω στο τραπέζι.Ηταν η φωτογραφεία του.Ήταν ο,τι της έμεινε,η φωτογραφεία του και το παλιό του πιάνο.Την κοίταξε με ενα βλέμμα σαν να ήθελε να μπει μέσα,να ζήσει πάλι εκείνη την στιγμή και μετά ας μην ξανά ανέπνεε.Σκούπισε τα δάκρυα της με το μανίκι του μαύρου φορέματος της ελαφρά και χαμογέλασε κάπως απελπισμένα.Την έπιασε στα χέρια της και αρχισε να της μιλάει έντονα

"Όταν χάνονται οι άγγελοι τι προσευχές λένε;"
αποκρίθηκε στην φωτογραφία
"Τους ακούς;"

Συνέχισε με ενα υποταγμένο και ταυτόχρονα θυμωμένο ύφος.
 
"Τους ακούς τώρα;Τώρα απο εκεί τους ακούς;Τους ακούς να σε νανουρίζουν;Πες μου,τους ακούς;"
Ξέσπασε βουβά,σηκώθηκε απο την καρέκλα απότομα και πέταξε με δύναμη την κορνιζά με την φωτογραφία του στο πάτωμα αφήνοντας έναν λυγμό να της ξεφύγει .Στηρίχτηκε στην καρέκλα λες και ήταν έτυμη να καταρρεύσει.Ηρέμησε λίγο,σήκωσε την κορνιζά με την φωτογραφία απο το πάτωμα στοργικά και την τοποθέτησε ήσυχα πίσω στην θέση της ζητώντας της συγνώμη με χαμηλή φωνή.

"Σε αισθάνομαι δίπλα μου ακόμα,σε κάθε γωνία αυτού του μίζερου σπιτιού κρύβεσαι εσυ ,πίσω απο το κάθε τι,πίσω απο εμένα.Το πρωί παρατηρώ τις ηλιαχτίδες να μπαίνουν απο το μεγάλο παράθυρο του γραφείου σου και να σχηματίζουν την σιλουέτα σου,την σκιά σου.Την νύχτα καμιά φορά νομίζω οτι σε ακούω να μου παίζεις πιάνο και την μέρα πιστεύω οτι αν απλώσω το χέρι μου θα αγγίξω το δικό σου.Όταν κοιτάζω τα αστερία νομίζω οτι σχηματίζουν την μορφή σου να μου χαμογελάει και τότε είναι όλα όπως πρώτα.Είναι και δεν είναι.Είσαι και δεν είσαι εσύ.Κάλυψα με υφάσματα όλους τους καθρέφτες αυτού του παλιού σπιτιού,δεν θέλω πια να βλέπω το είδωλό μου,δεν θέλω να κοιτάζομαι στον καθρέφτη και να βλέπω ένα κενό απεριόριστο.Χωρίς εσένα δεν έχει πια σημασία.Σε θέλω δίπλα μου,θέλω να φωνάξω και να με ακούσεις,να πέσω και να με σηκώσεις,να κλάψω και να με παρηγορήσεις,να γελάσω και εσύ να χαρείς"

Γέλασε ειρωνικά.

"Βαρέθηκα να ανοίγομε σε μια κορνίζα.Θα σου πω μια τελευταία καληνύχτα μήπως και με ακούσεις."

"Όνειρα γλυκά ατίθασε άγγελε,να προσέχεις όπου και αν ταξιδεύεις" 
                                                                                                                                              


                                                                                                                                                                 Μ

2 σχόλια: